Πολλά παιδιά με δυσλεξία παρουσιάζουν μαθησιακές δυσκολίες και στην αριθμητική. Μάλιστα το ποσοστό κυμαίνεται μεταξύ 30 και 35 %.
Για πολλές δεκαετίες κυριαρχούσε η αντίληψη ότι η δυσλεξία είναι μια δυσκολία μόνο στην ανάγνωση και γραφή. Η έρευνα για το συσχετισμό δυσλεξίας και δυσκολιών στην αριθμητική πήρε κιόλας από την αρχή έναν λαθεμένο προσανατολισμό, με την έννοια, ότι περιορίστηκε στην αναζήτηση γενικών ποσοστιαίων συχνοτήτων.
Οριζόμενη πλέον η δυσλεξία ως δυσχέρεια στην επεξεργασία των γλωσσικών πληροφοριών, θεωρείται αυτονόητο, ότι η δυσχέρεια καλύπτει και μέρος των μαθηματικών. Έτσι, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τις δυσκολίες των δυσλεξικών στην αριθμητική και να τις θεωρήσουμε ως «ανεξάρτητες» δυσκολίες, που απλά συνυπάρχουν με τη δυσλεξία.
Μάλιστα , η Joffe από το 1981 σε μια μικρής έκτασης έρευνά της διαπίστωσε το υψηλό ποσοστό (60%) των δυσλεξικών με χαμηλές επιδόσεις στην αριθμητική, όταν το ποσοστό των μη δυσλεξικών δεν ξεπερνούσε το 15 %.
Παρόμοια αποτελέσματα έδωσε και η έρευνα των Pritchard et al. (1989), όταν η προσέγγιση του προβλήματος έγινε μόνο από την πλευρά του πολλαπλασιασμού (προπαίδειας), ιδιαίτερα, όταν οι δοκιμασίες ξέφευγαν από την κανονικότητα του πολλαπλασιασμού μέχρι 10Χ10, όπως 2Χ12, 5Χ15, κτλ.
Η Steevens (1983) προσέγγισε το πρόβλημα με μια σύνθετη έρευνά της συγκρίνοντας δυσλεξικούς μαθητές με μη δυσλεξικούς σε δοκιμασίες τόσο στα σχολικά μαθηματικά, όσο και σε δοκιμασίες μνημονικής ικανότητας, μιας λειτουργίας που έχει άμεση σχέση με την εκμάθηση των μαθηματικών. Το αποτέλεσμα, σε ό,τι αφορά τις μαθηματικές δοκιμασίες, ήταν ανάλογο με των άλλων ερευνητών, ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον έχει το αποτέλεσμα στη δοκιμασία της μνημονικής ικανότητας, όπου δυσλεξικοί με ιδιαίτερη κλίση στα μαθηματικά αποτύγχαναν εξαιτίας της χαμηλής μνημονικής τους ικανότητας.
Το αποτέλεσμα αυτό ενισχύει την άποψη, ότι το υψηλό ποσοστό δυσκολιών που εμφανίζουν οι δυσλεξικοί στη αριθμητική, έχει την αιτία του και σε μη αναπτυγμένες ικανότητες αλλά και σε υπολειτουργία ορισμένων γνωστικών μηχανισμών, όπως είναι η βραχυπρόθεσμη μνήμη. Αλλά και η λειτουργία της μακροπρόθεσμης μνήμης ενοχοποιείται για τις δυσκολίες των δυσλεξικών στην αριθμητική.
Ένα πρόβλημα π.χ. για να λυθεί πρέπει προηγούμενα να διαβαστεί και να κατανοηθούν με ακρίβεια τα δεδομένα του και το ή τα ζητούμενά του. Ακόμη και στην περίπτωση που το πρόβλημα εκφωνηθεί, πάλι υπάρχει ζήτημα στην κατανόησή του σε επίπεδο επεξεργασίας των λεκτικών πληροφοριών που περιέχει. Και σε μια τέτοια επεξεργασία οι δυσλεξικοί υπολείπονται των μη δυσλεξικών.
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου