Ο μέσος άνθρωπος καλείται να αντιμετωπίσει πολλές απώλειες κατά τη διάρκεια της ζωής του. Κι όμως, παρά τη συνεχή αναμέτρηση με την απώλεια που βιώνουμε όλοι ανεξαιρέτως, έχουμε εκπαιδευθεί κοινωνικά να προσπερνάμε τα συναισθήματα που αυτή μας προκαλεί, είτε εκλογικεύοντάς τα, είτε απωθώντας τα βαθιά μέσα μας.
Συνέπεια αυτού είναι ότι και τα παιδιά δεν εξοικειώνονται με την απώλεια και δεν μαθαίνουν πώς να την αντιμετωπίσουν, με αποτέλεσμα να εξελίσσονται σε ενήλικες που δυσκολεύονται να χειριστούν πληθώρα καταστάσεων που ενέχουν απώλεια (π.χ. χωρισμός, αλλαγή εργασίας, θάνατος, κλπ).
Κάθε παιδί έχει το δικό του τρόπο να αντιλαμβάνεται το θάνατο, και μάλιστα αυτός ο τρόπος μεταβάλλεται ανάλογα με το αναπτυξιακό στάδιο που βρίσκεται.
Συγκεκριμένα, τα παιδιά προσχολικής ηλικίας αντιλαμβάνονται το θάνατο ως απουσία, αλλά δεν κατανοούν ότι ο θάνατος είναι οριστικός. Πιστεύουν ότι αυτός που πέθανε θα επιστρέψει και ότι εξακολουθεί να ζει, να σκέφτεται και να αισθάνεται εκεί που βρίσκεται. Τα παιδιά σχολικής ηλικίας κατανοούν ότι ο θάνατος είναι μη αναστρέψιμος, αλλά θεωρούν ότι συμβαίνει μόνο στους άλλους. Οι έφηβοι έχουν κατανοήσει πλέον την έννοια του θανάτου και αντιλαμβάνονται μεταφυσικές και συμβολικές ερμηνείες του.
Επομένως, κάθε παιδί αντιδρά διαφορετικά στο θάνατο, ανάλογα με το αναπτυξιακό του στάδιο, την ψυχοσυναισθηματική του ωριμότητα, τη σχέση που διατηρούσε με το άτομο που πέθανε, αλλά και τους χειρισμούς των γονέων του. Άλλα παιδιά απομονώνονται, άλλα έχουν κακή διάθεση ή παρουσιάζουν ανορεξία, εφιάλτες, ενούρηση, άλλα επιθετικότητα ή ψυχοσωματικές αντιδράσεις..
Αν και δεν υπάρχουν προκαθορισμένα βήματα που πρέπει να ακολουθήσει κανείς για να μιλήσει για το θάνατο σε ένα παιδί, είναι σημαντικό να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον υποστήριξης και κατανόησης, όπου όλες οι ερωτήσεις του παιδιού θα απαντηθούν με σεβασμό και χωρίς επίκριση.
Τι θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ως ενήλικες όταν κληθούμε να μιλήσουμε στο παιδί για ένα τέτοιο ζήτημα;
-Δεν αποκρύπτουμε το γεγονός. Η απόκρυψη της πραγματικότητας ή η παροχή ψεύτικων πληροφοριών κάνει τα παιδιά να αισθάνονται μόνα και αποκομμένα από την υπόλοιπη οικογένεια, τα αναγκάζοντάς τα συχνά να δίνουν τις δικές τους ερμηνείες που, συχνά, είναι λανθασμένες.
-Ενημερώνουμε όσο το δυνατόν πιο έγκαιρα. Εξηγούμε με ακρίβεια και ειλικρίνεια τι συνέβη προσαρμόζοντας το λεξιλόγιό μας στο επίπεδο κατανόησης του παιδιού. Ενημερώνουμε όλα τα παιδιά της οικογένειας ανεξάρτητα από τις όποιες διαφορές στην ηλικία, χωρίς να αποκλείουμε κανένα παιδί, όσο μικρό κι αν είναι.
-Διαλέγουμε με προσοχή τις λέξεις που χρησιμοποιούμε. Είναι σημαντικό, ειδικά στα πολύ μικρά παιδιά να μιλάμε με τρόπο απλό, σαφή και κυριολεκτικό. Χρησιμοποιούμε λέξεις όπως «πέθανε», «θάνατος» και όχι διφορούμενες, ασαφείς εκφράσεις όπως «χάθηκε», «τον πήρε ο Θεός», «πήγε στον ουρανό», κ.τ.λ., καθώς αυτό μπορεί να τους προκαλέσει σύγχυση.
-Απενοχοποιούμε το παιδί. Διαβεβαιώνουμε ότι τίποτα απ’ όσα έκανε, σκέφτηκε ή είπε (αταξίες, απαγορευμένες πράξεις ή σκέψεις) δεν προκάλεσαν το θάνατο του αγαπημένου του ανθρώπου. Επίσημαίνουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσε να κάνει για να αποτρέψει αυτόν το θάνατο.
-Ακούμε προσεκτικά και απαντάμε στις ερωτήσεις. Δεν βομβαρδίζουμε το παιδί με πληροφορίες. Του δίνουμε χρόνο να εκφράσει τα συναισθήματά του και τις απορίες του. Απαντάμε στις ερωτήσεις του και αν δεν γνωρίζουμε κάτι, μπορούμε να πούμε απλά «δεν ξέρω».
-Συζητάμε με το παιδί τι θα συμβεί από δω και πέρα. Τα παιδιά ανησυχούν για το μέλλον (ποιος θα τα φροντίσει, θα τα διαβάσει, κ.τ.λ.). Ενημερώνουμε για τις αλλαγές που πρόκειται να συμβούν στη ζωή της οικογένειας όπως και για τις συνήθειες που θα παραμείνουν σταθερές.
-Μοιραζόμαστε τα δικά μας συναισθήματα με το παιδί. Τα παιδιά πρέπει να αισθάνονται ελεύθερα να εκφράσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, χωρίς να νιώθουν άσχημα ή να ντρέπονται για αυτά. Σε αυτό θα βοηθηθούν, αν και οι γονείς εκφράζουν τη θλίψη και το πένθος μαζί τους, χωρίς όμως η έκφραση αυτή να είναι υπερβολική, δείχνοντας ότι καταρρέουν. Κάτι τέτοιο αγχώνει τα παιδιά, οδηγώντας τα να αναλάβουν το ρόλο να προστατέψουν τον ενήλικα, φοβούμενα τελικά να εκφράσουν τα δικά τους συναισθήματα θλίψης.
-Επιτρέπουμε στο παιδί να συμμετάσχει στην κηδεία, εφόσον το επιθυμεί, αφού το προετοιμάσουμε κατάλληλα. Η κηδεία είναι μια τελετή αποχαιρετισμού που μπορεί να βοηθήσει ένα παιδί να αποδεχτεί το γεγονός του θανάτου. Ωστόσο χρειάζεται να προετοιμαστεί για το τι θα δει και θα ακούσει και βέβαια να συνοδεύεται από ένα υποστηρικτικό ήρεμο και αγαπημένο του πρόσωπο. Δε συστήνεται να στέλνεται το παιδί για πολλές μέρες σε άλλο σπίτι από το δικό του, επειδή ο γονιός δεν είναι σε θέση να το φροντίσει. Είναι σημαντικό να υποστηριχθεί ο γονιός από φίλους και συγγενείς που μπορούν να αναλάβουν τη γενικότερη φροντίδα για το σπίτι ή και για τις εξόδους του παιδιού, ώστε να διευκολύνουν, αλλά όχι να αποσύρουν το παιδί από τις συνήθειές του και τα πρόσωπα που είναι σημαντικά γι΄ αυτό.
-Ενθαρρύνουμε το παιδί να αναπολεί στιγμές του θανόντα και να διατηρεί ενθύμια από αυτόν. Με αυτόν τον τρόπο, το παιδί μαθαίνει ότι το προσφιλές άτομο που πέθανε μπορεί να μην είναι φυσικά παρόν στη ζωή του, όμως, είναι παρόν στις αναμνήσεις του, αμβλύνοντας έτσι τον παιδικό πόνο.
-Η ζωή συνεχίζεται με ελπίδα. Το σημαντικότερο και το πιο ανακουφιστικό μήνυμα που πρέπει να περάσουμε σε ένα παιδί που βιώνει τον βαθύ πόνο μιας απώλειας είναι το γεγονός πως αυτό που νιώθει κάποια στιγμή θα περάσει. Οφείλουμε να δείξουμε στο παιδί την πίστη μας σε εκείνο πως θα καταφέρει να αντέξει την θλίψη που το βαραίνει, και πως θα συνεχίσει τελικά να ζει ευτυχισμένο κοντά στα υπόλοιπα αγαπημένα του πρόσωπα, κρατώντας ζωντανές μόνο τις όμορφες αναμνήσεις από τον θανόντα.
Για οποιαδήποτε απορία ή δυσκολία σε σχέση με το παιδί σας, μην ξεχνάτε ότι μπορείτε να συμβουλευτείτε ψυχολόγο, καλώντας στην Εθνική Τηλεφωνική Γραμμή για τα Παιδιά SOS 1056.
Συνέπεια αυτού είναι ότι και τα παιδιά δεν εξοικειώνονται με την απώλεια και δεν μαθαίνουν πώς να την αντιμετωπίσουν, με αποτέλεσμα να εξελίσσονται σε ενήλικες που δυσκολεύονται να χειριστούν πληθώρα καταστάσεων που ενέχουν απώλεια (π.χ. χωρισμός, αλλαγή εργασίας, θάνατος, κλπ).
Κάθε παιδί έχει το δικό του τρόπο να αντιλαμβάνεται το θάνατο, και μάλιστα αυτός ο τρόπος μεταβάλλεται ανάλογα με το αναπτυξιακό στάδιο που βρίσκεται.
Συγκεκριμένα, τα παιδιά προσχολικής ηλικίας αντιλαμβάνονται το θάνατο ως απουσία, αλλά δεν κατανοούν ότι ο θάνατος είναι οριστικός. Πιστεύουν ότι αυτός που πέθανε θα επιστρέψει και ότι εξακολουθεί να ζει, να σκέφτεται και να αισθάνεται εκεί που βρίσκεται. Τα παιδιά σχολικής ηλικίας κατανοούν ότι ο θάνατος είναι μη αναστρέψιμος, αλλά θεωρούν ότι συμβαίνει μόνο στους άλλους. Οι έφηβοι έχουν κατανοήσει πλέον την έννοια του θανάτου και αντιλαμβάνονται μεταφυσικές και συμβολικές ερμηνείες του.
Επομένως, κάθε παιδί αντιδρά διαφορετικά στο θάνατο, ανάλογα με το αναπτυξιακό του στάδιο, την ψυχοσυναισθηματική του ωριμότητα, τη σχέση που διατηρούσε με το άτομο που πέθανε, αλλά και τους χειρισμούς των γονέων του. Άλλα παιδιά απομονώνονται, άλλα έχουν κακή διάθεση ή παρουσιάζουν ανορεξία, εφιάλτες, ενούρηση, άλλα επιθετικότητα ή ψυχοσωματικές αντιδράσεις..
Αν και δεν υπάρχουν προκαθορισμένα βήματα που πρέπει να ακολουθήσει κανείς για να μιλήσει για το θάνατο σε ένα παιδί, είναι σημαντικό να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον υποστήριξης και κατανόησης, όπου όλες οι ερωτήσεις του παιδιού θα απαντηθούν με σεβασμό και χωρίς επίκριση.
Τι θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ως ενήλικες όταν κληθούμε να μιλήσουμε στο παιδί για ένα τέτοιο ζήτημα;
-Δεν αποκρύπτουμε το γεγονός. Η απόκρυψη της πραγματικότητας ή η παροχή ψεύτικων πληροφοριών κάνει τα παιδιά να αισθάνονται μόνα και αποκομμένα από την υπόλοιπη οικογένεια, τα αναγκάζοντάς τα συχνά να δίνουν τις δικές τους ερμηνείες που, συχνά, είναι λανθασμένες.
-Ενημερώνουμε όσο το δυνατόν πιο έγκαιρα. Εξηγούμε με ακρίβεια και ειλικρίνεια τι συνέβη προσαρμόζοντας το λεξιλόγιό μας στο επίπεδο κατανόησης του παιδιού. Ενημερώνουμε όλα τα παιδιά της οικογένειας ανεξάρτητα από τις όποιες διαφορές στην ηλικία, χωρίς να αποκλείουμε κανένα παιδί, όσο μικρό κι αν είναι.
-Διαλέγουμε με προσοχή τις λέξεις που χρησιμοποιούμε. Είναι σημαντικό, ειδικά στα πολύ μικρά παιδιά να μιλάμε με τρόπο απλό, σαφή και κυριολεκτικό. Χρησιμοποιούμε λέξεις όπως «πέθανε», «θάνατος» και όχι διφορούμενες, ασαφείς εκφράσεις όπως «χάθηκε», «τον πήρε ο Θεός», «πήγε στον ουρανό», κ.τ.λ., καθώς αυτό μπορεί να τους προκαλέσει σύγχυση.
-Απενοχοποιούμε το παιδί. Διαβεβαιώνουμε ότι τίποτα απ’ όσα έκανε, σκέφτηκε ή είπε (αταξίες, απαγορευμένες πράξεις ή σκέψεις) δεν προκάλεσαν το θάνατο του αγαπημένου του ανθρώπου. Επίσημαίνουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσε να κάνει για να αποτρέψει αυτόν το θάνατο.
-Ακούμε προσεκτικά και απαντάμε στις ερωτήσεις. Δεν βομβαρδίζουμε το παιδί με πληροφορίες. Του δίνουμε χρόνο να εκφράσει τα συναισθήματά του και τις απορίες του. Απαντάμε στις ερωτήσεις του και αν δεν γνωρίζουμε κάτι, μπορούμε να πούμε απλά «δεν ξέρω».
-Συζητάμε με το παιδί τι θα συμβεί από δω και πέρα. Τα παιδιά ανησυχούν για το μέλλον (ποιος θα τα φροντίσει, θα τα διαβάσει, κ.τ.λ.). Ενημερώνουμε για τις αλλαγές που πρόκειται να συμβούν στη ζωή της οικογένειας όπως και για τις συνήθειες που θα παραμείνουν σταθερές.
-Μοιραζόμαστε τα δικά μας συναισθήματα με το παιδί. Τα παιδιά πρέπει να αισθάνονται ελεύθερα να εκφράσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, χωρίς να νιώθουν άσχημα ή να ντρέπονται για αυτά. Σε αυτό θα βοηθηθούν, αν και οι γονείς εκφράζουν τη θλίψη και το πένθος μαζί τους, χωρίς όμως η έκφραση αυτή να είναι υπερβολική, δείχνοντας ότι καταρρέουν. Κάτι τέτοιο αγχώνει τα παιδιά, οδηγώντας τα να αναλάβουν το ρόλο να προστατέψουν τον ενήλικα, φοβούμενα τελικά να εκφράσουν τα δικά τους συναισθήματα θλίψης.
-Επιτρέπουμε στο παιδί να συμμετάσχει στην κηδεία, εφόσον το επιθυμεί, αφού το προετοιμάσουμε κατάλληλα. Η κηδεία είναι μια τελετή αποχαιρετισμού που μπορεί να βοηθήσει ένα παιδί να αποδεχτεί το γεγονός του θανάτου. Ωστόσο χρειάζεται να προετοιμαστεί για το τι θα δει και θα ακούσει και βέβαια να συνοδεύεται από ένα υποστηρικτικό ήρεμο και αγαπημένο του πρόσωπο. Δε συστήνεται να στέλνεται το παιδί για πολλές μέρες σε άλλο σπίτι από το δικό του, επειδή ο γονιός δεν είναι σε θέση να το φροντίσει. Είναι σημαντικό να υποστηριχθεί ο γονιός από φίλους και συγγενείς που μπορούν να αναλάβουν τη γενικότερη φροντίδα για το σπίτι ή και για τις εξόδους του παιδιού, ώστε να διευκολύνουν, αλλά όχι να αποσύρουν το παιδί από τις συνήθειές του και τα πρόσωπα που είναι σημαντικά γι΄ αυτό.
-Ενθαρρύνουμε το παιδί να αναπολεί στιγμές του θανόντα και να διατηρεί ενθύμια από αυτόν. Με αυτόν τον τρόπο, το παιδί μαθαίνει ότι το προσφιλές άτομο που πέθανε μπορεί να μην είναι φυσικά παρόν στη ζωή του, όμως, είναι παρόν στις αναμνήσεις του, αμβλύνοντας έτσι τον παιδικό πόνο.
-Η ζωή συνεχίζεται με ελπίδα. Το σημαντικότερο και το πιο ανακουφιστικό μήνυμα που πρέπει να περάσουμε σε ένα παιδί που βιώνει τον βαθύ πόνο μιας απώλειας είναι το γεγονός πως αυτό που νιώθει κάποια στιγμή θα περάσει. Οφείλουμε να δείξουμε στο παιδί την πίστη μας σε εκείνο πως θα καταφέρει να αντέξει την θλίψη που το βαραίνει, και πως θα συνεχίσει τελικά να ζει ευτυχισμένο κοντά στα υπόλοιπα αγαπημένα του πρόσωπα, κρατώντας ζωντανές μόνο τις όμορφες αναμνήσεις από τον θανόντα.
Για οποιαδήποτε απορία ή δυσκολία σε σχέση με το παιδί σας, μην ξεχνάτε ότι μπορείτε να συμβουλευτείτε ψυχολόγο, καλώντας στην Εθνική Τηλεφωνική Γραμμή για τα Παιδιά SOS 1056.
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου