Όπλο κατά της δυσλεξίας και άλλων μαθησιακών δυσκολιών αποτελεί η εκμάθηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, σύμφωνα με τη θεωρία του καθηγητή φιλολογίας Eric Havelock η οποία στηρίζεται στον Πλάτωνα.
Στον συνεδριακό τόμο των τετρακοσίων σελίδων «Alphabet and the Brain, έκδοση Springer του 1988» παρουσιάζονται αναλυτικά τα συμπεράσματα πλήθους κορυφαίων επιστημόνων φιλολόγων, γλωσσολόγων και άλλων ειδικοτήτων, αναφορικά με τη βελτίωση της ψυχοεκπαιδευτικής ανάπτυξης του μαθητή σε καίριους τομείς, όπως είναι οι αντιληπτικές και οπτικές ικανότητες, λειτουργίες που συνδέονται άμεσα με την εμφάνιση της δυσλεξίας.
Στον συνεδριακό τόμο των τετρακοσίων σελίδων «Alphabet and the Brain, έκδοση Springer του 1988» παρουσιάζονται αναλυτικά τα συμπεράσματα πλήθους κορυφαίων επιστημόνων φιλολόγων, γλωσσολόγων και άλλων ειδικοτήτων, αναφορικά με τη βελτίωση της ψυχοεκπαιδευτικής ανάπτυξης του μαθητή σε καίριους τομείς, όπως είναι οι αντιληπτικές και οπτικές ικανότητες, λειτουργίες που συνδέονται άμεσα με την εμφάνιση της δυσλεξίας.
Επιμελητές της έκδοσης ήταν ο Καθηγητής της Ιατρικής Charles Lumsden του Πανεπιστημίου του Τορόντο και ο Διευθυντής του Κέντρου Θεωρίας της Επικοινωνίας «Marchal McLuhan» Derrick De Kerckhove.
Tα επιστημονικά αποτελέσματα τα οποία υποστηρίζουν την θεωρία του Havelock συνοψίζονται στα ακόλουθα:
1. Η περιοχή Broca, που βρίσκεται στην αριστερή πλευρά του εγκεφάλου, ενεργοποιήθηκε λίγο περισσότερο, λόγω του Ελληνικού αλφαβήτου διότι χρησιμοποιήθηκαν επιτυχώς φωνήεντα σε γραφή για πρώτη φορά.
2. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος επαναπρογραμματίστηκε ριζικώς.
3. Η πιο πάνω αναφερθείσα συγκλονιστική μεταβολή στην λειτουργία του εγκεφάλου προκάλεσε μία ουσιώδη αλλαγή στην ψυχολογία των χρηστών του αλφαβήτου από την οποία προέκυψε η ανάγκη επικοινωνίας των πολιτών δια της λειτουργίας του θεάτρου.
Οι δημοσιευμένες έρευνες της επιστημονικής ομάδας του Ιωάννη Τσέγκου παρουσιάζονται εκτενώς στο έργο «Η εκδίκηση των τόνων». Σε αυτές, αλλά και σε νεώτερες έρευνες 1999-2010, αποδείχθηκε ότι οι μετρήσιμοι δείκτες της λεκτικής νοημοσύνης και της αφαιρετικής σκέψης με αποδεκτές τεχνικές επιταχύνθηκαν σε ομάδα 25 μη-δυσλεξικών παιδιών. Η διδασκαλία στα παιδιά αυτά καθώς και οι μετρήσεις των δεικτών άρχισαν από την ηλικία των 8 ετών και συνεχίστηκαν μέχρι τα παιδιά να συμπληρώσουν τα 12 χρόνια.
Οι ίδιοι δείκτες επιβραδύνθηκαν στην ισάριθμη ομάδα μη-δυσλεξικών παιδιών τα οποία δεν διδάχθηκαν εβδομαδιαίως και εξωσχολικώς επί δίωρο την Αρχαία Γλώσσα. Σε ίδιο μήκος κύματος κινείται η Αυστραλή Πανεπιστημιακή ερευνήτρια Kate Chanock η οποία βέβαια προχώρησε την έρευνα ένα βήμα παρακάτω καθώς στο έργο της «Help for a dyslexic learner from an unlikely source: the study of Ancient Greek, Literacy 2006» περιγράφει τη διαδικασία με την οποία κατέστησε ένα αγγλομαθή δυσλεξικό σε μη-δυσλεξικό με τα Αρχαία Ελληνικά.
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου