12 Ιουλ 2013

«Ανάπτυξη ομιλίας σε παιδιά με και χωρίς απώλεια ακοής»

Πολλοί από εμάς, ειδικοί και μη, έχουμε διαβάσει ή ακούσει πως τα παιδιά από την γέννησή τους και μετά περνούν ορισμένα στάδια ανάπτυξης. Το ίδιο ισχύει και για την γλωσσική ανάπτυξη. Όμως, όπως περιέγραψε και η Stoel-Gammon το 1998, αυτά τα στάδια της προγλωσσικής ομιλίας δεν είναι ευδιάκριτα και οι ηλικίες στις οποίες τα παιδιά εκπληρώνουν κάποια «ορόσημα ανάπτυξης» πρέπει να ξέρουμε πως δεν είναι σταθερά για κάθε παιδί. Κάθε παιδί κατακτά τα δικά του στάδια στο δικό του χρονικό διάστημα όπως αυτό διαμορφώνεται από την γενετική του προδιάθεση αλλά και τα περιβαλλονικά του ερεθίσματα μέσα στα οποία αναπτύσσεται. Παρά την αρχική επιστημονική άποψη που είχε κυριαρχήσει περί ασυνέχειας της ανάπτυξης και ύπαρξης μιας αναπτυξιακής περιόδου όπου αμφισβητούνταν ο ρόλος του βαβίσματος ως όχημα κατάκτησης της ομιλίας (Jackobson, 1962) σήμερα η μετάβαση αυτή θεωρείται ότι γίνεται αδιάκοπα από μεγάλο αριθμό ερευνητών.

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να κάνουμε στην κρίσιμη περίοδο μεταξύ των 7 και 10 μηνών όπου το παιδί αναπτύσσει αυτό που λέμε βάβισμα. Η σημασία της εμφάνισης του βαβίσματος  είναι πολύ μεγάλη τόσο από γλωσσολογικής όσο και από διαγνωστικής πλευράς. Δηλαδή, έχει σημασία να δούμε στην προαναφερθήσα ηλικία το παιδί να παράγει κάποια προγλωσσικά εκφωνήματα όπως  \κa\ο\im\edo\ ή \da\da\. Αυτές οι παραγωγές των παιδιών δεν είναι όμως κανονικές λέξεις, όμοιες με την ενήλικη ομιλία. Συνήθως είναι παραγωγές με έντονη ρινικότητα και παύσεις.


Πότε όμως το παιδί αρχίζει να μιλά σαν τους ενήλικες?
Μεταξύ των 12 και 14 μηνών τα παιδιά παράγουν συνήθως εκφωνήματα μεγάλης διάρκειας και μεγάλης διακύμανσης τονισμού, δηλαδή η χροιά της φωνής τους αποκτά ποικιλομορφία, παρά την έλλειψη τήρησης γραμματικών κανόνων. Εμφανίζονται παραγωγές οι οποίες μοιάζουν με δηλώσεις ή ερωτήσεις και συχνά οι παραγωγές αυτές συνυπάρχουν μαζί με πραγματικές λέξεις.

Ήδη από το 1999 αμερικάνοι ερευνητές (Οller & colleagues) είχαν τονίσει την σημασία του βαβίσματος και πως η απουσία του αυξάνει μελλοντικά τις πιθανότητες εμφάνισης γλωσσικών διαταραχών. Όλα αυτά όμως ισχύουν, όχι μόνο για τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης αλλά και για τα παιδιά με απώλεια ακοής.

Σήμερα η αιχμή των τεχνολογικών βοηθημάτων που απευθύνονται σε κωφά άτομα είναι τα κοχλιακά εμφυτεύματα. Πιο συγκεκριμένα, η ιατρική και τεχνολογική πρόοδος των τελευταίων 25 χρόνων οδήγησε στην ανάπτυξη συσκευών ανάκτησης της ακουστικής λειτουργίας (κοχλιακά εμφυτεύματα) που απευθύνονται σε ασθενείς με σοβαρή βαρηκοΐα με στόχο την βελτίωση της επικοινωνίας και συνεπώς της ποιότητας ζωής των βαρήκοων ατόμων. Το κοχλιακό εμφύτευμα είναι μια τεχνητή κατασκευή η οποία ουσιαστικά λειτουργεί ως υποκατάστατο του οργάνου του Corti του κοχλία. Η τοποθέτησή της γίνεται χειρουργικά ώστε να μεταδίδονται τα ακουστικά μηνύματα υπό μορφή ηλεκτρικής ενέργειας κατευθείαν στις ίνες του ακουστικού νεύρου. Ωστόσο, τα εμφυτεύματα αυτά χωρίζονται από το νεύρο από ένα τοίχος υγρού και οστού. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί η δυσκολία που έχουν οι χρήστες της συσκευής στο να ακούσουν ήχους χαμηλών συχνοτήτων όπως μια συζήτηση ειδικά σε περιβάλλοντα με υψηλά επίπεδα θορύβου.

Η γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών αυτών καθίσταται προβληματική όταν διαγνωστεί κάποιος βαθμός βαρηκοίας. Η τεχνολογική πρόοδος μέσω των κοχλιακών εμφυτευμάτων στην κατάλληλη ηλικία είναι αυτή που επιτρέπει στα παιδιά αυτά να μπορέσουν να αποδώσουν σαν τους ακούοντες συνομίληκούς τους. Έτσι, τα παιδιά με κοχλιακό εμφύτευμα, δεν θα χάσουν τα εξελικτικά ορόσημα μένοντας πίσω, εμφανίζοντας αργότερα ενδοσχολικά, χαμηλές μαθησιακές επιδόσεις.

Η εκ γενετής απώλεια ακοής έχει σοβαρές συνέπειες όχι μόνο στην κατάκτηση της ομιλίας και της γλώσσας αλλά και στην συναισθηματική ανάπτυξη. Πρόσφατες έρευνες όμως έδειξαν ότι και πριν την ηλικία των 6 μηνών, τα παιδιά με προβλήματα ακοής, μπορούν με τις κατάλληλες τεχνικές διάγνωσης και παρέμβασης να αποφύγουν πολλά από τα παραπάνω προβλήματα. Η τεχνολογική πρόοδος επιτρέπει σήμερα την κοχλιακή εμφύτευση ακόμα και πριν τον πρώτο χρόνο ζωής και μάλιστα αμφοτερόπλευρα όταν κρίνεται αναγκαίο, παρά τις ενστάσεις κάποιων επιστημόνων ως προς την ηλικία εμφύτευσης.

Πηγή

Τα μωρά αποκτούν “συνείδηση” από τον 5ο μήνα

Γάλλοι και Δανοί ερευνητές, με επικεφαλής τον Δρ Σιντ Κούιντερ του Εργαστηρίου Γνωσιακών Επιστημών και Ψυχογλωσσολογίας του Παρισιού και του Τεχνικού Πανεπιστημίου της Δανίας μελέτησαν με ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα την εγκεφαλική δραστηριότητα μωρών και για πρώτη φορά εντόπισαν ενδείξεις της συνείδησης και της μνήμης να αναδύονται στον βρεφικό εγκέφαλο από τον 5ο μήνας της ζωής τους.

Έως τώρα οι επιστήμονες είχαν αμφιβολίες για το κατά πόσο ένα μωρό πέντε μηνών αντιδρά συνειδητά ή με ανακλαστικό τρόπο στα εξωτερικά ερεθίσματα, όπως π.χ. όταν κοιτά το πρόσωπο του γονιού του ή πιάνει ένα αντικείμενο που του δίνεται. Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Science.