Η πρόληψη αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της σύγχρονης ιατρικής παρέμβασης και βασική συνιστώσα σε αυτό που ονομάζουμε ποιότητα ζωής. Η πρόληψη βοηθά στην αποτροπή ή την μείωση των επιπτώσεων ασθενειών που ταλανίζουν τον ανθρώπινο οργανισμό και αυξάνουν τη θνησιμότητα ή τη νοσηρότητα μιας πληθυσμιακής ομάδας.
Ο προληπτικός οφθαλμολογικός έλεγχος σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, θα πρέπει να ξεκινά νωρίς. Όλα τα νεογέννητα παιδιά στις προηγμένες χώρες, αλλά όχι στην Ελλάδα, υποβάλλονται σε οφθαλμολογικό έλεγχο για να αποκλεισθούν συγγενείς παθήσεις που απαιτούν άμεση αντιμετώπιση. Στην κατηγορία αυτή ανήκει ο συγγενής καταρράκτης (συχνότητα 1 στις 400 γεννήσεις) και το συγγενές γλαύκωμα (συχνότητα 1 στις 10.000 γεννήσεις), η αμφιβληστροειδοπάθεια της προωρότητας (είναι υπεύθυνη για το 25% περίπου των τυφλών παιδιών), αλλά και ποικίλες άλλες συγγενείς οφθαλμικές ανωμαλίες. Παιδιά χωρίς κάποιο αποδεδειγμένο κλινικό πρόβλημα αλλά με κληρονομικό ιστορικό ή με κάποια ευρήματα που εγείρουν πιθανότητες για υποκείμενη νόσο (π.χ. συγγενής εσωτροπία, συγγενής απόφραξη ρινοδακρυϊκού πόρου, κ.ά.), επανελέγχονται γύρω στον 3ο μήνα της ζωής.
Επόμενος οφθαλμολογικός έλεγχος, σύμφωνα πάντα με τα διεθνή πρότυπα, γίνεται γύρω στο 1ο έτος της ζωής. Στην ηλικία αυτή είναι δυνατόν να εκτιμηθεί πλήρως η κινητικότητα των οφθαλμών, η ύπαρξη στραβισμού (4% του γενικού πληθυσμού), η διαθλαστική κατάσταση και αδρά η οπτική ικανότητα. Κληρονομικές παθήσεις (π.χ. αμφιβληστροειδοπάθειες) είναι δυνατόν να ανιχνευθούν με τη βοήθεια του κλινικού ή παρακλινικού έλεγχου, στα παιδιά αυτής της ηλικίας.
Η οφθαλμολογική εκτίμηση στο 3ο έτος της ζωής είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για την ανάπτυξη της οπτικής ικανότητας του ανθρώπινου οργανισμού. Στην ηλικία αυτή το παιδί είναι λεκτικό και είναι δυνατόν να εκτιμήσουμε εκτός όλων των άλλων παραμέτρων και με την βοήθεια απλών σχεδίων, την οπτική οξύτητα κάθε οφθαλμού ξεχωριστά. Η αμβλυωπία, δηλαδή η ύπαρξη ενός τεμπέλικου ματιού που δεν βλέπει καλά ακόμα και με γυαλί, συχνά εντοπίζεται και αντιμετωπίζεται σε αυτήν ακριβώς την ηλικία. Η αμβλυωπία δεν είναι σπάνια, αφορά το 7% των ανθρώπων και αν αντιμετωπισθεί εγκαίρως μπορεί να αναταχθεί. Αν δεν παρέμβουμε μέχρι την ηλικία των 8-9 ετών η οπτική οξύτητα του αμβλυωπικού ματιού θα είναι για πάντα μειωμένη, γεγονός που δεν θεραπεύεται και δεν αντιστρέφεται.
Στην ηλικία των 5 ετών εκτός από τον πλήρη ανατομικό και οφθαλμοκινητικό έλεγχο, ο ακριβής διαθλαστικός έλεγχος θα επιτρέψει στο παιδί της προσχολικής ηλικίας να ξεκινήσει το σχολείο χωρίς κάποιο πιθανό διαθλαστικό μειονέκτημα, που όχι σπάνια αποτελεί αιτία κακής σχολικής επίδοσης.
Στα μεγαλύτερα παιδιά ο ετήσιος έλεγχος είναι ικανός να ανιχνεύσει προβλήματα που συχνά ανακύπτουν στα πρώτα σχολικά χρόνια, όπως η σχολική μυωπία. Η τελευταία είναι δυνατόν να γνωρίσει μιά επιταχυνόμενη αύξηση, ιδιαίτερα κατά την περίοδο που το παιδί αναπτύσσεται ταχέως σωματικά, όπως στην εφηβεία.
Εν κατακλείδι, ο τακτικός οφθαλμολογικός έλεγχος στα πρώτα χρόνια της ζωής είναι απαραίτητος, γιατί μπορεί να μειώσει ραγδαία την επίπτωση και την νοσηρότητα οφθαλμικών παθήσεων που είτε υπάρχουν από τη γέννηση είτε εμφανίζονται μέσα στα πρώτα χρόνια της ζωής. Η επίδραση των παθήσεων αυτών στην όραση του αυριανού ενήλικα, είναι καθοριστική. Κι αυτό γιατί «μαθαίνουμε να βλέπουμε», όπως μαθαίνουμε να μιλάμε. Ένας οφθαλμός που δεν μαθαίνει να βλέπει μέσα τα πρώτα χρόνια της ζωής, θα είναι για πάντα αμβλυωπικός. Το γεγονός αυτό δεν αντιστρέφεται.
Προγράμματα προληπτικού οφθαλμολογικού ελέγχου τρέχουν παράλληλα με τα άλλα ιατρικά προληπτικά προγράμματα, σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες. Στην χώρα μας δυστυχώς η απουσία ύπαρξης ενός ενιαίου φορέα και οι γνωστές αδυναμίες εφαρμογής των όποιων καλών προθέσεων, έχουν αφήσει και αυτό το κομμάτι του οργανωμένου προληπτικού ελέγχου, στην κρίση και το βαθμό ενημέρωσης των γονιών. Ο ειδικός παιδοφθαλμίατρος είναι ο πλέον αρμόδιος για την διενέργεια του προληπτικού οφθαλμολογικού ελέγχου, ιδίως στην προσχολική ηλικία, ώστε να εξασφαλιστούν οι καλύτερες δυνατές συνθήκες για την ανάπτυξη του εύπλαστου οπτικού συστήματος των παιδιών.
Ο προληπτικός οφθαλμολογικός έλεγχος σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, θα πρέπει να ξεκινά νωρίς. Όλα τα νεογέννητα παιδιά στις προηγμένες χώρες, αλλά όχι στην Ελλάδα, υποβάλλονται σε οφθαλμολογικό έλεγχο για να αποκλεισθούν συγγενείς παθήσεις που απαιτούν άμεση αντιμετώπιση. Στην κατηγορία αυτή ανήκει ο συγγενής καταρράκτης (συχνότητα 1 στις 400 γεννήσεις) και το συγγενές γλαύκωμα (συχνότητα 1 στις 10.000 γεννήσεις), η αμφιβληστροειδοπάθεια της προωρότητας (είναι υπεύθυνη για το 25% περίπου των τυφλών παιδιών), αλλά και ποικίλες άλλες συγγενείς οφθαλμικές ανωμαλίες. Παιδιά χωρίς κάποιο αποδεδειγμένο κλινικό πρόβλημα αλλά με κληρονομικό ιστορικό ή με κάποια ευρήματα που εγείρουν πιθανότητες για υποκείμενη νόσο (π.χ. συγγενής εσωτροπία, συγγενής απόφραξη ρινοδακρυϊκού πόρου, κ.ά.), επανελέγχονται γύρω στον 3ο μήνα της ζωής.
Επόμενος οφθαλμολογικός έλεγχος, σύμφωνα πάντα με τα διεθνή πρότυπα, γίνεται γύρω στο 1ο έτος της ζωής. Στην ηλικία αυτή είναι δυνατόν να εκτιμηθεί πλήρως η κινητικότητα των οφθαλμών, η ύπαρξη στραβισμού (4% του γενικού πληθυσμού), η διαθλαστική κατάσταση και αδρά η οπτική ικανότητα. Κληρονομικές παθήσεις (π.χ. αμφιβληστροειδοπάθειες) είναι δυνατόν να ανιχνευθούν με τη βοήθεια του κλινικού ή παρακλινικού έλεγχου, στα παιδιά αυτής της ηλικίας.
Η οφθαλμολογική εκτίμηση στο 3ο έτος της ζωής είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για την ανάπτυξη της οπτικής ικανότητας του ανθρώπινου οργανισμού. Στην ηλικία αυτή το παιδί είναι λεκτικό και είναι δυνατόν να εκτιμήσουμε εκτός όλων των άλλων παραμέτρων και με την βοήθεια απλών σχεδίων, την οπτική οξύτητα κάθε οφθαλμού ξεχωριστά. Η αμβλυωπία, δηλαδή η ύπαρξη ενός τεμπέλικου ματιού που δεν βλέπει καλά ακόμα και με γυαλί, συχνά εντοπίζεται και αντιμετωπίζεται σε αυτήν ακριβώς την ηλικία. Η αμβλυωπία δεν είναι σπάνια, αφορά το 7% των ανθρώπων και αν αντιμετωπισθεί εγκαίρως μπορεί να αναταχθεί. Αν δεν παρέμβουμε μέχρι την ηλικία των 8-9 ετών η οπτική οξύτητα του αμβλυωπικού ματιού θα είναι για πάντα μειωμένη, γεγονός που δεν θεραπεύεται και δεν αντιστρέφεται.
Στην ηλικία των 5 ετών εκτός από τον πλήρη ανατομικό και οφθαλμοκινητικό έλεγχο, ο ακριβής διαθλαστικός έλεγχος θα επιτρέψει στο παιδί της προσχολικής ηλικίας να ξεκινήσει το σχολείο χωρίς κάποιο πιθανό διαθλαστικό μειονέκτημα, που όχι σπάνια αποτελεί αιτία κακής σχολικής επίδοσης.
Στα μεγαλύτερα παιδιά ο ετήσιος έλεγχος είναι ικανός να ανιχνεύσει προβλήματα που συχνά ανακύπτουν στα πρώτα σχολικά χρόνια, όπως η σχολική μυωπία. Η τελευταία είναι δυνατόν να γνωρίσει μιά επιταχυνόμενη αύξηση, ιδιαίτερα κατά την περίοδο που το παιδί αναπτύσσεται ταχέως σωματικά, όπως στην εφηβεία.
Εν κατακλείδι, ο τακτικός οφθαλμολογικός έλεγχος στα πρώτα χρόνια της ζωής είναι απαραίτητος, γιατί μπορεί να μειώσει ραγδαία την επίπτωση και την νοσηρότητα οφθαλμικών παθήσεων που είτε υπάρχουν από τη γέννηση είτε εμφανίζονται μέσα στα πρώτα χρόνια της ζωής. Η επίδραση των παθήσεων αυτών στην όραση του αυριανού ενήλικα, είναι καθοριστική. Κι αυτό γιατί «μαθαίνουμε να βλέπουμε», όπως μαθαίνουμε να μιλάμε. Ένας οφθαλμός που δεν μαθαίνει να βλέπει μέσα τα πρώτα χρόνια της ζωής, θα είναι για πάντα αμβλυωπικός. Το γεγονός αυτό δεν αντιστρέφεται.
Προγράμματα προληπτικού οφθαλμολογικού ελέγχου τρέχουν παράλληλα με τα άλλα ιατρικά προληπτικά προγράμματα, σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες. Στην χώρα μας δυστυχώς η απουσία ύπαρξης ενός ενιαίου φορέα και οι γνωστές αδυναμίες εφαρμογής των όποιων καλών προθέσεων, έχουν αφήσει και αυτό το κομμάτι του οργανωμένου προληπτικού ελέγχου, στην κρίση και το βαθμό ενημέρωσης των γονιών. Ο ειδικός παιδοφθαλμίατρος είναι ο πλέον αρμόδιος για την διενέργεια του προληπτικού οφθαλμολογικού ελέγχου, ιδίως στην προσχολική ηλικία, ώστε να εξασφαλιστούν οι καλύτερες δυνατές συνθήκες για την ανάπτυξη του εύπλαστου οπτικού συστήματος των παιδιών.
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου